- διαχώρισμα
- τοό,τι χωρίζει ένα χώρο στα δύο: Μια ξύλινη κατασκευή λειτουργεί ως διαχώρισμα ανάμεσα στην κουζίνα και την τραπεζαρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαχώρισμα — cleft neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχώρισμα — το (ΑΝ) σχίσμα, διαίρεση νεοελλ. διάφραγμα, χώρισμα … Dictionary of Greek
διαχωρίσματα — διαχώρισμα cleft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
διάζευγμα — το (Α διάζευγμα) το διαχώρισμα, το διάφραγμα αρχ. δίκτυο διωρύγων … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
σιφάριον — τὸ ή σιφάριος, ὁ, ΜΑ [σίφαρος] μικρό παραπέτασμα, διαχώρισμα … Dictionary of Greek
φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… … Dictionary of Greek
θυρίδα — η 1. μικρό παράθυρο, φεγγίτης: Θυρίδα της καμπίνας του πλοίου. 2. μικρή πόρτα. 3. ιδιαίτερος χώρος για την τοποθέτηση εγγράφων, επιστολών κτλ.: Για κάθε ένοικο μιας πολυκατοικίας υπάρχει ιδιαίτερη θυρίδα για την αλληλογραφία του. 4. μικρό άνοιγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβάν — το (λ. γαλλ.), προπέτασμα που απομονώνει τη θέα ή προφυλάγει από τον αγέρα, αλλ. διαχώρισμα: Στις εκλογές χρησιμοποιούνται παραβάν, για να ψηφίζουν κρυφά οι εκλογείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)